- επιλησμοσύνη
- η забывчивость; беспамятность
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
επιλησμοσύνη — ἐπιλησμοσύνη, ἡ (Α) [επιλήσμων] λήθη, λησμονιά … Dictionary of Greek
ἐπιλησμοσύνη — fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιλησμοσύνῃ — ἐπιλησμοσύνη fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιλησμοσύνην — ἐπιλησμοσύνη fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιλησμοσύνης — ἐπιλησμοσύνη fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιλησμοσύνας — ἐπιλησμοσύνᾱς , ἐπιλησμοσύνη fem acc pl ἐπιλησμοσύνᾱς , ἐπιλησμοσύνη fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιλησμοσύναι — ἐπιλησμοσύνᾱͅ , ἐπιλησμοσύνη fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)